Home > Term: ασυλία
ασυλία
Αντοχή στις ασθένειες, συνήθως αφορούν μία ασθένεια ή τον παθογόνο παράγοντα που προκαλεί.
- Szófaj: noun
- Ipar/Tárgykör: Environment
- Kategória: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Szerzőb
- Khrysaor
- 100% positive feedback